- πεύκας
- πεύκᾱς , πεύκηpinefem acc plπεύκᾱς , πεύκηpinefem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρσώδης — ῶδες, Α [πυρσός (Ι)] 1. ο όμοιος με πυρσό 2. αυτός που καίγεται εκπέμποντας λάμψη, λαμπρός («ἔχων πυρσώδη φλόγα πεύκας», Ευρ.) … Dictionary of Greek